παρήβῳ

παρήβῳ
πάρηβος
past one's prime
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρηβώ — άω / παρηβῶ, άω, ΝΑ [πάρηβος] περνώ την ακμή τής ηλικίας μου και αρχίζω να γερνώ αρχ. 1. βρίσκομαι στην ακμή τής ήβης 2. μτφ. α) (για τον χρόνο) παρέρχομαι, περνώ β) (για το κρασί) χάνω την δύναμή μου, εξασθενώ, ξεθυμαίνω …   Dictionary of Greek

  • παρηβάσκω — Α παρηβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρηβῶ + θαμιστικό επίθημα σκω (πρβλ. διδά σκω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”